ἐλεεινοῦ

ἐλεεινοῦ
ἐλεεινός
finding pity
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ελεεινολογία — η (ΑΜ ἐλεεινολογία, Α και ἐλεινολογία) νεοελλ. 1. ο χαρακτηρισμός κάποιου ως ελεινού, ως αξιολύπητου 2. ο χαρακτηρισμός κάποιου ως ελεεινού, ως αχρείου αρχ. μσν. λόγος που προκαλεί συμπάθεια ή οίκτο …   Dictionary of Greek

  • ελεεινολόγηση — η ο χαρακτηρισμός κάποιου ως ελεεινού, ως αξιολύπητου, η ελεεινολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”